Κρατέρ' — Κρατερέ , Κρατερός strong masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SISYPHUS — Aeoli fil. qui icum Atticam latrociniis infestaret (unde Ovid. Met. l. 13. v. 32. Quid sanguine cretus Sisyphio, furtisque et fraude simillimus illi.) a Theseo occisus est. Hunc Poetae fabulantur eô supplicii genere apud inferos plecti, ut saxum… … Hofmann J. Lexicon universale
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
καρχαρόδους — καρχαρόδους, ουν (Α) 1. αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια 2. μτφ. ως κύριο όν. ό Καρχαρόδους κωμικό επίθ. τού Κλέωνος στον Αριστοφ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + όδους (< ὀδούς), πρβλ. αραι όδους, κρατερ όδους] … Dictionary of Greek
κυρταύχην — ο, η (Α κυρταύχην, ενος, ό, ή) αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης νεοελλ. φρ. «κυρταύχην ἵππος» το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλ αύχην, κρατερ αύχην)] … Dictionary of Greek
λυκόδους — ο (Α λυκόδους, οντος) νεοελλ. ισχυρή σφήνα που συγκρατεί τα λουριά τής άμαξας αρχ. στον πληθ. οι λυκόδοντες οι κυνόδοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. κρατερ όδους, χαλκ όδους)] … Dictionary of Greek
μεσαύχην — μεσαύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος στο μέσο τού αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. κρατερ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
συνεχίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος ορυκτού από το οποίο προέρχεται πιθανώς η κιμωλία που χρησιμοποιείται στη ραπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κρατώ, εμπερικλείω» + επίθημα ῖτις (πρβλ. κρατερ ῖτις)] … Dictionary of Greek
Άντεν — (Adan).Πόλη (510.400 κάτ. το 2002) της Υεμένης στη βόρεια ακτή του μεγάλου ομώνυμου κόλπου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (530.400 κάτ. το 2002). Ένα τμήμα της πόλης έχει χτιστεί σε ηφαιστειογενή χερσόνησο και ένα άλλο στον στενό αμμώδη ισθμό… … Dictionary of Greek